- ποδάριον
- τὸ, ΜΑβλ. ποδάρι.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ποδάριον — neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποδάρια — ποδάριον neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποδάρι — το / ποδάριον, ΝΜΑ το πόδι νεοελλ. 1. πίεση που ασκείται από τον κατακτητή μιας χώρας («στην Πόλη Τούρκου δεν πατούν κι Αγαρηνού ποδάρια», Βιζυην.) 2. φρ. α) «ποδάρι τού παλάγκου» ναυτ. σχοινί ή αλυσίδα με τροχαλία που χρησιμεύει στην ανύψωση… … Dictionary of Greek
-άρι — κατάλ. ουδέτερων ουσ. της Νέας Ελληνικής με πλήθος παραγώγων. Συνδέεται ετυμολογικά με την κατάλ. άριο* < αρχ. υποκορ. κατάλ. άριον ή < μσν. κατάλ. άριον < λατ. κατάλ. arium. Ήδη στους μεσαιωνικούς χρόνους απαντά η κατάλ. άριν (<… … Dictionary of Greek